-
1 φθορ-ώδης
φθορ-ώδης, ες, von verderbter Art, Beschaffenheit, τοῦ ἀέρος τὸ φϑορῶδες Hdn. 1, 12, 2, v. l. φϑινῶδες.
См. также в других словарях:
φθορώδης — ῶδες, Α [φθορά ή φθόρος] ο μολυσμένος («τὸ φθορῶδες τοῡ ἀέρος», Ηρωδιαν.) … Dictionary of Greek